διελίσσω
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
English (LSJ)
Att. διελίττω, A unfold: deploy, of military evolutions, D.C. 74.5: metaph., expose, Plu.2.411b:—Med., roll over, Q.S.6.565.
Greek (Liddell-Scott)
διελίσσω: Ἀττ. -ττω, ἐκτυλίσσω, ἐκθέτω, Πλούτ. 2. 411Β.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [maced. opt. aor. διελέξαιμι REG 108.1995.191 (Macedonia IV a.C.)]
I 1dar vueltas a, desarrollar en el discurso οὐδὲν δεῖ περαιτέρω τὴν ἀλαζονείαν τοῦ λόγου δ. no es preciso darle más vueltas a un argumento tan vacuo Plu.2.411b, en el espacio, c. ac. int. περὶ τὴν πυρὰν ... διεξόδους διελίττοντες realizando intrincadas evoluciones alrededor de la pira D.C.74.5.5.
2 desenrollar una lámina de plomo REG l.c.
2 hacer dar vueltas, hacer girar σὸν σθένος οὐρανὸν σύντονον διελίσσει tu vigor hace girar el cielo en armonía, SEG 7.14.8 (Susa I d.C.).
II en v. med. pasar rodando sobre, arrollar c. ac. ἅρμα ... δέμας διελίσσετο Q.S.6.565.
Greek Monolingual
διελίσσω και διελίττω (Α) ελίσσω
1. ξετυλίγω μέσα από κάτι
2. (για στράτευμα) κάνω ελιγμούς, ετοιμάζομαι να προχωρήσω με ελιγμούς
3. εκθέτω, εξηγώ.