διελίττω
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
German (Pape)
[Seite 619] auseinander-, entwickeln, τὴν ἀλαζονείαν τοῦ λόγου Plut. def. or. 4.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
dérouler, développer.
Étymologie: διά, ἑλίττω.
Russian (Dvoretsky)
διελίττω: развертывать, раскрывать (τὴν ἀλαζονείαν τοῦ λόγου Plut.).