φύγεθρον

From LSJ
Revision as of 11:35, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύγεθρον Medium diacritics: φύγεθρον Low diacritics: φύγεθρον Capitals: ΦΥΓΕΘΡΟΝ
Transliteration A: phýgethron Transliteration B: phygethron Transliteration C: fygethron Beta Code: fu/geqron

English (LSJ)

τό, A a swelling of the glands, especially of the groin or armpit, Ruf. ap. Orib.44.21.1, Heliod. ap. Sch.ad l.c. (iii p.687 D.): also spelt φύγεθλον, Gal.11.72; Lat. phygetron, Cels.5.18.19, 28.10. (Perh. for φλύγ-εθρον, cf. φλυκτίς.)

Greek Monolingual

και δ. γρφ. φύγεθλον, τὸ, ΜΑ
φλεγμονή και εξοίδηση τών αδένων και, ιδίως, αυτών που βρίσκονται στις μασχάλες και στους βουβώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύγεθρον / φύγεθλον ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα bhl-u- της ρίζας bhl-eu- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω, κοχλάζω» (βλ. λ. φλύω) και έχει σχηματιστεί με λαρυγγική παρέκταση -γ- της ρίζας (βλ. και λ. φλύω, φλύκταινα) και επίθημα -ε-θρον / -ε-θλον (βλ. λ. -θρον, -θλον), δηλαδή μέσω ενός τ. φλυ-γ-εθρον / φλυ-γ-εθλον με ανομοιωτική αποβολή του -λ- της πρώτης συλλαβής. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. phygetron].