βραχέως
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de courte durée;
2 brièvement, en peu de mots;
Cp. βραχύτερα, Sp. βραχύτατον.
Étymologie: βραχύς.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχέως: (compar. βραχυτέρα и βραχυτέρως)
1) редко, изредка, мало (πολέμους ἐπ᾽ ἀλλήλους ἐπιφέρειν Thuc.);
2) кратко, вкратце (ἀπολογεῖσθαι Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
English (Woodhouse)
(see also: βραχύς) in a few words, in a small way, shortly