ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
νότιον: τό, = σίκυς ἄγριος, Διοσκ. 4. 152 (154), ἐκ τῶν νόθων.
νότιον, τὸ (Α)το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία σίκυς ο άγριος.
νότιον: τό1) влага Xen.;2) море Hom.;3) южный ветер Arst.