συνδιαμένω

From LSJ
Revision as of 16:53, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαμένω Medium diacritics: συνδιαμένω Low diacritics: συνδιαμένω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΜΕΝΩ
Transliteration A: syndiaménō Transliteration B: syndiamenō Transliteration C: syndiameno Beta Code: sundiame/nw

English (LSJ)

A stand one's ground with others, X.Cyr.4.5.53, Arist.EE1235b9; to be fixed also, Gal.18(2).767.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. μένω), mit od. zugleich verbleiben u. aushalten, Xen. Cyr. 4, 5, 53.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαμένω: διαμένω, παραμένω ὁμοῦ, συγκαρτερῶ, τηρῶ τὴν θέσιν μου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 53, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 1, 13.

French (Bailly abrégé)

rester jusqu’au bout avec.
Étymologie: σύν, διαμένω.

Greek Monolingual

Α διαμένω
1. παραμένω μαζί με άλλον
2. στερεώνομαι ακόμη πιο πολύ.

Greek Monotonic

συνδιαμένω: διαμένω, παραμένω από κοινού με άλλους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαμένω:
1) оставаться вместе Xen.;
2) проявлять выдержку, быть стойким (ἐν ἀτυχίαις Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διαμένω mede stand houden tot het einde.

Middle Liddell


to stand one's ground with others, Xen.