ἁπαλότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, A softness, tenderness, Hp.VM22, Pl.Smp.195d, X.Mem.2.1.22; δι' ἁπαλότητα Arist.Pol.1336a10.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλότης: -ητος, ἡ, (ἁπαλὸς) μαλακότης, τρυφερότης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Πλάτ. Συμπ. 195D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· δι’ ἁπαλότητα Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
mollesse, délicatesse.
Étymologie: ἁπαλός.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
I 1blandura del hígado, Hp.VM 22, πολυσαρκία καὶ ἁ. de una mujer, X.Mem.2.1.22, de los miembros del cuerpo, Arist.Pol.1336a10, Aristaenet.1.1.41.
2 suavidad θεοῦ de Eros, Pl.Smp.195d.
3 fig. debilidad moral, PPalau Rib.inv.re.20 (IV d.C.) en St.Pap.1973.28.
II brote, yema de plantas, LXX Ez.17.4, 9.
Greek Monotonic
ἁπᾰλότης: -ητος, ἡ, μειλιχιότητα, μαλακή αίσθηση, τρυφερότητα, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἁπᾰλότης: ητος ἡ
1) нежность, мягкость Xen., Plat.;
2) изнеженность Arst.
Middle Liddell
[from ἁπαλός
softness, tenderness, Xen., etc.