διαφυλακτικός

From LSJ
Revision as of 10:48, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφῠλακτικός Medium diacritics: διαφυλακτικός Low diacritics: διαφυλακτικός Capitals: ΔΙΑΦΥΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaphylaktikós Transliteration B: diaphylaktikos Transliteration C: diafylaktikos Beta Code: diafulaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for preserving, ἕξις Pl.Def.412a, cf. Plu.2.276a; τριχῶν Crito ap.Gal.12.438.

German (Pape)

[Seite 612] bewahrend, erhaltend; τινός, Plat. Defin. 412 a; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διαφῠλακτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς τὸ διαφυλάττειν, Ὅρ. Πλάτ. 412Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à conserver, gén..
Étymologie: διαφυλάσσω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que guarda, que preserva c. gen. obj. ἀνδρεία· ... ἕξις δ. λογισμῶν ὀρθῶν ἐν κινδύνοις Pl.Def.412a, διαφυλακτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶτος Arist.Pr.867b17, de un tónico δ. τριχῶν Crit.Hist. en Gal.12.438
que protege de la diosa Hora δ. καὶ φροντιστική Plu.2.276a.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α -ός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος για διαφύλαξη.

Russian (Dvoretsky)

διαφῠλακτικός: предохраняющий, оберегающий, ограждающий (ἕξις διαφυλακτικὴ λογισμῶν ὀρθῶν Plat.; θεός Plut.).