ὑποδάμνημι
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
German (Pape)
[Seite 1213] (s. δάμνημι), = Vorigem, pass. ὑποδάμναμαι, überwältigt werden, sich überwältigen lassen, Od. 3, 24. 16, 95.
French (Bailly abrégé)
dompter, soumettre.
Étymologie: ὑπό, δάμνημι.
English (Autenrieth)
only mid., ὑποδάμνασαι, thou subjectest thyself, Od. 3.214 and Od. 16.95.
Greek Monolingual
και αιολ. υποδάμναμι, Α
1. μέσ. ὑποδάμναμαι
υποτάσσω, κυριεύω («ἔρως φρένας ὑποδάμναται», Θεόκρ.)
2. παθ. α) υποτάσσομαι, καταβάλλομαι
β) (για γυναίκα) υποκύπτω, παραδίνομαι σε άντρα
γ) (για άντρα) δαμάζομαι, κυριεύομαι από τον έρωτα
3. φρ. «ἀλλήλοις ὑποδεδμῆσθαι» — είναι παντρεμένοι (Ευστ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δάμνημι / δάμνημαι «δαμάζω»].
Russian (Dvoretsky)
ὑποδάμνημι: укрощать, одолевать, покорять (Ἔρος, ὃς ἀνδρῶν φρένας ὑποδάμναται Theocr.): ποταμὸς ὑπὸ γούνατ᾽ ἔδαμνα λάβρος Hom. бурная река сковывала ноги (пловца); ὑποδμηθείς HH, Anth. сраженный (любовью).