μετάθετος

From LSJ
Revision as of 11:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδρόμθετος Medium diacritics: μετάθετος Low diacritics: μετάθετος Capitals: ΜΕΤΑΘΕΤΟΣ
Transliteration A: metáthetos Transliteration B: metathetos Transliteration C: metathetos Beta Code: metadro/mqetos

English (LSJ)

ον, A changed: changeable, τύχη Plb.15.6.8 (sed leg. εὐμεταθ-).

German (Pape)

[Seite 146] umgestellt, versetzt, verändert, Sp.; – veränderlich, ἡ τύχη, Pol. 15, 6, 8.

Greek (Liddell-Scott)

μετάθετος: -ον, μεταβαλλόμενος, εὐμετάβολος, τύχη Πολύβ. 15. 6, 8.

Greek Monolingual

μετάθετος, -ον (Α) μετατίθημι
αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ευμετάβολοςμεταθετός ἐστιν ἡ τύχη», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετα + θετός, με αναβιβασμό του τόνου λόγω συνθέσεως].

Russian (Dvoretsky)

μετάθετος: изменчивый, переменчивый (ἡ τύχη Polyb.).