τετρεμαίνω

From LSJ
Revision as of 11:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρεμαίνω Medium diacritics: τετρεμαίνω Low diacritics: τετρεμαίνω Capitals: ΤΕΤΡΕΜΑΙΝΩ
Transliteration A: tetremaínō Transliteration B: tetremainō Transliteration C: tetremaino Beta Code: tetremai/nw

English (LSJ)

redupl. form of τρέμω, τετρεμαίνειν Ἀττικῶς, τρέμειν Ἑλληνικῶς Moer.p.365 P.; cf. τετραμαίνω.

German (Pape)

[Seite 1100] aus τρέω gebildet, nur im praes. vorkommende verstärkte Form, zittern; Ar. Nubb. 294. 373; Xenarch. bei Ath. XI, 483 a.

Greek (Liddell-Scott)

τετρεμαίνω: κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν τύπος τοῦ τρέμω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἱππ. 663F, Ἀριστοφ. Νεφ. 294, 374· ἀεὶ δὲ τετρεμαίνοντα καὶ φοβούμενον Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 19.

French (Bailly abrégé)

trembler, frissonner.
Étymologie: τρέμω.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταλαμβάνομαι από τρόμο («οὔτως αὐτὰς τετρεμαίνω καὶ πεφόβημαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τετραμαίνω κατ' επίδραση του τρέμω.

Greek Monotonic

τετρεμαίνω: αναδιπλ. τύπος του τρέμω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τετρεμαίνω: дрожать, трепетать Arph.

Middle Liddell

τετρεμαίνω, [redupl. form of τρέμω, Ar.]