ἐγκοτέω
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
A to be indignant at, τινί A.Ch.41 (lyr.), S.Fr.1042, LXX Ge. 27.41.
German (Pape)
[Seite 709] (s. κοτέω), auf Einen zürnen, τινί, Aesch. Ch.. 41 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοτέω: εἶμαι ἠγανακτημένος ἐναντίον τινός, τινι Αἰσχύλ. Χο. 41, Σοφ. Ἀποσπ. 871.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐνεκότουν;
être profondément irrité contre, τινι.
Étymologie: ἔγκοτος.
Spanish (DGE)
sentir, guardar rencor c. dat. de pers. τοῖς κτανοῦσί τ' ἐγκοτεῖν guardar rencor a los asesinos A.Ch.41, ἐνεκότει Ησαυ τῷ Ιακωβ LXX Ge.27.41, cf. Rom.Mel.42.ιηʹ.1, ἐνεκότουν μοι LXX Ps.54.4, ἐνεκότουν τῷ Ἰωσήφ T.Gad 1.8
•s. cont. S.Fr.1042, cf. Sch.A.A.863b (p.170)
•en v. pas. ser objeto de rencor, ser odiado ὑπὸ πολλῶν ἐνεκοτεῖτο Epiph.Const.Haer.30.11.4, cf. 51.27.4, ἐκείνου ἐγκοτούμενος aborrecido por aquél Eust.1674.63.
Greek Monotonic
ἐγκοτέω: μέλ. -ήσω, αγανακτώ με κάποιον, τινί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκοτέω: негодовать, гневаться (τινι Aesch.).
Middle Liddell
fut. ήσω
to be indignant at, τινί Aesch.