ἐγκαναχάομαι
From LSJ
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
English (LSJ)
A make a sound on a thing, ἐ. κόχλῳ blow on a conch, Theoc.9.27.
German (Pape)
[Seite 704] dep. med., ἐγκαναχήσατο κόχλῳ, blies auf der Muschel, Theocr. 9, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκᾰνᾰχάομαι: ἀποθ., ποιῶ καναχήν, ψόφον, θόρυβον, ἐγκ. κόχλῳ, ἠχῶ φυσῶν κόχλον (μέγα κογχύλιον), Θεόκρ. 9. 27.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
ao. poét. 3ᵉ sg. ἐγκαναχήσατο;
souffler avec bruit dans, τινι.
Étymologie: ἐν, καναχέω.
Greek Monotonic
ἐγκᾰνᾰχάομαι: αποθ., δημιουργώ, παράγω θόρυβο, ἐγκ. κόχλῳ, παράγω ήχο φυσώντας τον «κόχλο» (μεγάλο κοχύλι), σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκᾰνᾰχάομαι: дуть, трубить (ὁ δ᾽ ἐγκαγχάοατο - v.l. ἐγκαναχησατο - κόχλῳ Theocr.).
Middle Liddell
Dep. to make a sound in a thing, ἐγκ. κόχλῳ to blow on a conch, Theocr.