ὀχλικός
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ή, όν, A of or suited to a or the mob, popular, ὑποδοχαί Posidon.9 J.; ἑστίασις D.H.2.60; ὀ. θύελλα Phld.Rh.1.184 S.; ὀ. ἄνθρωπος Ph.2.537; διάταξις Plu.Comp.Lyc. Num.2; ὀ. βωμολοχία Id.Per.5; τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικόν Id.2.142a; ὀ. ἀηδία Hld.3.6.
German (Pape)
[Seite 430] den großen Haufen, das Volk betreffend, für den großen Haufen geeignet, populär; καὶ θεραπευτικὴ τοῦ πλήθους διάταξις, Plut. Num. 2; ὑποδοχὰς ἐποιεῖτο ὀχλικάς, Ath. XII, 540 b; ἡ ὀχλικὴ πειθώ, Sext. Emp. adv. rhett. 93; βωμολοχία, Plut. Pericl. 5; – τὸ ὀχλικὸν τῆς λέξεως, gemeine Sprache.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλικός: -ή, -όν, ἀρμόζων εἰς τὸν ὄχλον, λαϊκός, ὑποδοχαὶ Ποσειδώνι. παρ’ Ἀθην. 210D· ἐστίασις Διον. Ἁλ. 2. 60· ὀχλ. καὶ θεραπευτικὴ τοῦ πλήθους διάταξις Πλουτ. Λυκ. κ. Νουμ. σύγκρ. 2, πρβλ. Περικλ. 5· τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικὸν ὁ αὐτ. 2. 142Α. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 484Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la foule.
Étymologie: ὄχλος.
Greek Monolingual
ὀχλικός, -ή, -όν (Α) όχλος
αυτός που ανήκει στον λαό, λαϊκός.
επίρρ...
ὀχλικώς (Α)
με οχλικό τρόπο.
Russian (Dvoretsky)
ὀχλικός: соответствующий вкусам толпы, простонародный (διάταξις, βωμολοχία Plut.; πειθώ Sext.): τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικὸν Plut. простонародный говор.