αὐτόξυλος
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
ον, A of one piece of wood, ἔκπωμα S.Ph.35, cf. APl.4.235 (Apollonid.), Str.11.4.3.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόξυλος: -ον, ἐξ ἁπλοῦ ἀκατεργάστου ξύλου, ἔκπτωμα Σοφ. Φ. 35, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 235, Στράβ. 502.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait simplement en bois.
Étymologie: αὐτός, ξύλον.
Spanish (DGE)
-ον que es todo de madera, ἔκπωμα S.Ph.35.
Greek Monolingual
αὐτόξυλος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ακατέργαστο ξύλο.
Greek Monotonic
αὐτόξῠλος: -ον (ξύλον), αυτός που προέρχεται από απλό (ακατέργαστο) ξύλο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόξῠλος: сделанный из одного лишь или из простого дерева (ἔκπωμα Soph.).