δοριπτοίητος

From LSJ
Revision as of 12:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐπτοίητος Medium diacritics: δοριπτοίητος Low diacritics: δοριπτοίητος Capitals: ΔΟΡΙΠΤΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: doriptoíētos Transliteration B: doriptoiētos Transliteration C: doriptoiitos Beta Code: doriptoi/htos

English (LSJ)

ον, A scattered by the spear, AP7.297 (Polystr.).

Greek (Liddell-Scott)

δοριπτοίητος: -ον, πτοηθεὶς καὶ διασκορπισθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Ἀνθ. Π. 7. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé d’un coup de lance.
Étymologie: δόρυ, πτοιέω.

Spanish (DGE)

-ον esparcido por la lanza ὄστεα AP 7.297 (Polystr.).

Greek Monolingual

δοριπτοίητος, -ον (Α)
φοβισμένος και διασκορπισμένος από τα δόρατα.

Greek Monotonic

δοριπτοίητος: -ον (πτοιέω), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το δόρυ, τρομάζει απ' τη μάχη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δοριπτοίητος: разбросанный копьем (νεκρῶν ὀστέα Anth.).

Middle Liddell

δορι-πτοίητος, ον adj πτοιέω
scattered by the spear, Anth.