διαπρηστεύω

From LSJ
Revision as of 12:58, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπρηστεύω Medium diacritics: διαπρηστεύω Low diacritics: διαπρηστεύω Capitals: ΔΙΑΠΡΗΣΤΕΥΩ
Transliteration A: diaprēsteúō Transliteration B: diaprēsteuō Transliteration C: diapristeyo Beta Code: diaprhsteu/w

English (LSJ)

A v. διαδρηστεύω.

German (Pape)

[Seite 598] l. d., Her. 4, 79, v.l. διεπίστευσε, emend. διεδρήστευσε, Reiz διεπερίσσευσε.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρηστεύω: ἴδε ἐν λ. διαδρηστεύω.

Spanish (DGE)

dud., quizá montar en cólera διεπρήστευσε τῶν τις Βορυσθενεϊτέων πρὸς τοὺς Σκύθας Hdt.4.79.

Greek Monotonic

διαπρηστεύω: βλ. διαδρηστεύω.

Russian (Dvoretsky)

διαπρηστεύω: выдавать (Her. - v.l. διαδρηστεύω и διαδρηπετεύω).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπρηστεύω [διά, πίμπρημι] een uitbrander geven, uitvaren tegen, met πρός + acc.: διεπρήστευσε... τις... πρὸς τοὺς Σκύθας iemand gaf de Scythen een uitbrander Hdt. 4.79.

Middle Liddell

[v. διαδρηστεύω