νεόθηκτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A newly whetted, Suid.s.v. νεόσμηκτος.
German (Pape)
[Seite 242] = Vorigem, Plut. Al. 9; bei Suid. Erkl. von νεόσμηκτος.
Greek (Liddell-Scott)
νεόθηκτος: ον = τῷ προηγ., Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fraîchement aiguisé.
Étymologie: νέος, θήγω.
Greek Monolingual
νεόθηκτος, -ον (Α)
αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θηκτος (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. εύ-θηκτος].
Russian (Dvoretsky)
νεόθηκτος: только что отточенный Plut.