νωτοφορέω

From LSJ
Revision as of 13:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωτοφορέω Medium diacritics: νωτοφορέω Low diacritics: νωτοφορέω Capitals: ΝΩΤΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: nōtophoréō Transliteration B: nōtophoreō Transliteration C: notoforeo Beta Code: nwtofore/w

English (LSJ)

A carry on the back, D.S.2.54 : abs., Id.17.105, Vett. Val.77.14.

German (Pape)

[Seite 274] auf dem Rücken tragen, D. Sic. 3, 45.

Greek (Liddell-Scott)

νωτοφορέω: φέρω ἐπὶ τῶν νώτων, Διόδ. 2. 54, 17. 105· καὶ νωτοφορία, ἡ, τὸ φέρειν ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. 2. 54· - ἐκ τοῦ νωτο-φόρος, ον, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν νώτων, ἀχθοφόρος, φορτηγός, ἄνδρες Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Β΄, 2, πρβλ. ΚΔ΄, 13)· νωτ. ἡμίονος Ξεν., ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Β΄, 180, ἀλλὰ τὸ κείμενον (Κύρ. 6. 2, 34) ἔχει τὸν ἢ τὸ νωτοφόρον, ζῷον ἀχθοφόρον, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 20· κτήνη νωτοφόρα Συλλ. Ἐπιγραφ. 5128. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νωτοφόρος· ὁ μὴ ὑπὸ ζυγόν, ἀλλὰ τῷ νώτῳ ἀχθοφορῶν ἄνθρωπος, ἵππος, ὄνος».

Russian (Dvoretsky)

νωτοφορέω: нести на спине Diod.