τρηματώδης

From LSJ
Revision as of 14:03, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρίαbane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρημᾰτώδης Medium diacritics: τρηματώδης Low diacritics: τρηματώδης Capitals: ΤΡΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: trēmatṓdēs Transliteration B: trēmatōdēs Transliteration C: trimatodis Beta Code: trhmatw/dhs

English (LSJ)

ες, A having a vent to the intestinal canal, ζῷα τ., opp. ἄτρητα, Arist. HA488a25 (unless the sentence is interpolated).

Greek (Liddell-Scott)

τρημᾰτώδης: -ες, ὁ ἔχων τρήματα, πλήρης ὀπῶν, διάτρητος, ζῷα τρ., ἀντίθ. τῷ ἄτρητα (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 28), θὰ σημαίνῃ (κατὰ τὴν χρῆσιν τοῦ ὅρου παρὰ τοῖς νεωτέροις ζῳολόγοις), ὁ ἔχων ὀπὴν ὡς τέρμα τοῦ ἐντερικοῦ σωλῆνος.

Greek Monolingual

-ες / τρηματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τρῆμα, -ατος]
ο γεμάτος οπές
νεοελλ.
φρ. «τρηματώδεις σκώληκες» ή, απλώς, «οι τρηματώδεις»
ζωολ.
ομοταξία παρασιτικών πλατυελμίνθων με 6.250 περίπου είδη, κατανεμημένα σε 2 υφομοταξίες, τη διγένεα ή δίστομα και την ασπιδόγαστρα.

Russian (Dvoretsky)

τρημᾰτώδης: снабженный отверстием или отверстиями Arst.