ψελιοφόρος
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
ον, A wearing bracelets, Hdt.8.113.
German (Pape)
[Seite 1393] Armbänder tragend, Her. 8, 113, ion. statt ψελλιοφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
ψελιοφόρος: -ον, ὁ φορῶν ψέλια, Ἡρόδ. 8. 113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des bracelets.
Étymologie: ψέλιον, φέρω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φορεί ψέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέλιον + -φόρος].
Greek Monotonic
ψελιοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φορά βραχιόλια, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ψελιοφόρος: носящий запястья или браслеты (Πέρσαι ἄνδρες Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψελιοφόρος -ον [ψέλιον, φέρω] armbanden dragend.