ἀκρόβολος

From LSJ
Revision as of 14:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόβολος Medium diacritics: ἀκρόβολος Low diacritics: ακρόβολος Capitals: ΑΚΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: akróbolos Transliteration B: akrobolos Transliteration C: akrovolos Beta Code: a)kro/bolos

English (LSJ)

ον, Pass., A struck from afar, A.Th.158. II ἀκρο-βόλος, ὁ, one who throws from afar, skirmisher, IG5(1).1426.10 (Messene, iv/iii B. C.), Hsch., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόβολος: -ον, παθ. ὁ μακρόθεν πληγείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 158. ΙΙ. ἀκροβόλος, ὁ, ὁ μακρόθεν βάλλων, «ἀκοντιστής, τοξότης», Ἡσύχ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé de loin.
Étymologie: ἄκρος, βάλλω.

Greek Monotonic

ἀκρόβολος: -ον (βάλλω), Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από μακριά, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., ἀκροβόλος, (παροξ.) , τοξότης, ακοντιστής.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόβολος: поражаемый сверху (ἐπάλξεις Aesch.).

Middle Liddell

βάλλω
pass., struck from afar, Aesch.