ἁλμώδης

From LSJ
Revision as of 14:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

German (Pape)

[Seite 108] dasselbe, γῆ ἁλμωδεστέρα πρὸς φυτείαν, von zu vielem Salzgehalt, Xen. Oec. 20, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλμώδης: -ες, (ἅλμη, εἶδος) ἁλμυρώδης, ὑφάλμυρος, Ἱππ. Κωακ. 157, Ξεν. Οἰκ. 20. 12, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
c. ἁλμυρός.
Étymologie: ἅλμη, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
I 1medic. de humores corporales salado, salino τὸ ἀπὸ τῶν χυμῶν ἐκ τοῦ σώματος τοῦ ἁλμώδεως lo procedente de los humores de substancia salina Hp.Epid.2.1.10, πτύαλον Hp.Coac.238, cf. subst., Hp.Liqu.6, δάκρυον Hp.Epid.4.35, στόμα Hp.Epid.7.23.
2 del terreno salino (γῆ) ἁλμωδεστέρα πρὸς φυτείαν X.Oec.20.12, ἑν ἁλμώδεσι en terrenos salinos Thphr.HP 8.7.6, cf. CP 3.6.3, τὸ ἁλμῶδες la salinidad del terreno, Thphr.CP 6.10.4
de manantiales salobre κρῆναι Thphr.Fr.159.
II amargo φασὶν ἄπιόν τιν' ἔχειν χνοῦν ἁ. ... ὥστε ἐὰν μὴ ἀποπλύνῃ τις μὴ δύνασθαι ἐσθίειν Thphr.CP 6.10.7.

Greek Monolingual

ἁλμώδης, -ες (Α) άλμη
ο αλμυρός, υφάλμυρος.

Russian (Dvoretsky)

ἁλμώδης: солонцеватый (γῆ Xen.).