λόγχιμος

From LSJ
Revision as of 14:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόγχῐμος Medium diacritics: λόγχιμος Low diacritics: λόγχιμος Capitals: ΛΟΓΧΙΜΟΣ
Transliteration A: lónchimos Transliteration B: lonchimos Transliteration C: logchimos Beta Code: lo/gximos

English (LSJ)

ον, A of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, A.Ag.404 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λόγχῐμος: -ον, ἀνήκων εἰς λόγχην, κλόνοι λ., ἡ κλαγγή, ὁ κρότος τῶν λογχῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 405.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lance.
Étymologie: λόγχη.

Greek Monolingual

λόγχιμος,-ον (Α) λόγχη
αυτός που ανήκει σε λόγχη ή προέρχεται από λόγχη («κλόνους λογχίμους» — κρότους που προέρχονται από λόγχες, Αισχύλ.).

Greek Monotonic

λόγχῐμος: -ον (λόγχη), αυτός που ανήκει σε λόγχη, κλόνοι λόγχιμοι, κρότος από σύγκρουση δοράτων μεταξύ τους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λόγχῐμος: копейный, копьеносный: κλόνοι λογχιμοι Aesch. битвы копьеносцев.

Middle Liddell

λόγχῐμος, ον λόγχη
of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, Aesch.