πικράζω

From LSJ
Revision as of 15:09, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικράζω Medium diacritics: πικράζω Low diacritics: πικράζω Capitals: ΠΙΚΡΑΖΩ
Transliteration A: pikrázō Transliteration B: pikrazō Transliteration C: pikrazo Beta Code: pikra/zw

English (LSJ)

= πικραίνω (make sharp, make bitter), S.E. P. 1.211 ; — Pass., taste bitter, ib. 2.51, etc. metaph, π. τὸν λόγον τῇ κακίᾳ Epict. Gnom. 22.

German (Pape)

[Seite 614] = πικραίνω, Ggstz von γλυκάζω, Stob. Floril. 2, 30; ἡ γεῦσις πικράζεται S. Emp. pyrrh. 2, 51, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πικράζω: τῷ ἑπομ., Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 31. 28, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 211· ― Παθ., ἔχω πικρὰν γεῦσιν, αὐτόθι 2. 51, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ πικρός
1. παρέχω πικρή γεύση
2. καθιστώ πικρό, δυσάρεστο κάτι.

Russian (Dvoretsky)

πικράζω: давать горький вкус: τὸ μέλι τοὺς ἰκτερικοὺς πικράζει Sext. мед больным желтухой кажется горьким; ἡ γεῦσις ὁτὲ μὲν πικράζεται ὁτὲ δὲ γλυκάζεται Sext. вкус бывает то горьким, то сладким.