ὑπέρπλεως

From LSJ
Revision as of 15:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρπλεως Medium diacritics: ὑπέρπλεως Low diacritics: υπέρπλεως Capitals: ΥΠΕΡΠΛΕΩΣ
Transliteration A: hypérpleōs Transliteration B: hyperpleōs Transliteration C: yperpleos Beta Code: u(pe/rplews

English (LSJ)

ων, A overfull, surfeited, γαστριμαργίαις Luc.Am.42, cf. Poll.4.186: cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 1201] überfüllt, τινί, Luc. am. 42.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπλεως: -ων, πλήρης εἰς ὑπερβολήν, κεκορεσμένος ὑπερμέτρως, γαστριμαργίαις Λουκ. Ἔρωτ. 42· μεμολυσμένος, Πολυδ. Δ΄, 186· πρβλ. ὑπέρπλεος.

Greek Monolingual

-ων / ὑπέρπλεως, -ων, ΝΜΑ και ὑπέρπλεος, -ον, Ν
(λόγ. τ.) εντελώς γεμάτος, ξέχειλος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρπλεον
το περίσσευμα
αρχ.
μολυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρπλεως: переполненный: ὑ. ταῖς γαστριμαργίαις Luc. наевшийся вдоволь или до отвала.