αὐτοθάνατος
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
[θᾰ], ον, dying by one's own hand, Plu.2.293e.
German (Pape)
[Seite 397] ὁ, der Selbstmörder, Plut. qu. gr. 12.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοθάνᾰτος: [ᾰ], -ον, αὐτὸς ἑαυτὸν φονεύσας, Πλούτ. 2. 293Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se donne lui-même la mort, suicide.
Étymologie: αὐτος, θάνατος.
Spanish (DGE)
-ον suicida παρθένος Plu.2.293e.
Greek Monolingual
αὐτοθάνατος, -ον (Α)
αυτός που αυτοκτόνησε, ο αυτόχειρας.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοθάνατος: оканчивающий жизнь самоубийством (παρθένος Plut.).