μυρρίτης

From LSJ
Revision as of 18:16, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρρίτης Medium diacritics: μυρρίτης Low diacritics: μυρρίτης Capitals: ΜΥΡΡΙΤΗΣ
Transliteration A: myrrítēs Transliteration B: myrritēs Transliteration C: myrritis Beta Code: murri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (μύρρα) A stone of the colour of myrtle-juice, Plin. HN37.174.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρίτης: -ου, ὁ, (μύρρα) ὅμοιος πρὸς χυμὸν μύρτου, Πλίν. 37. 63.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
s.e. λίθος;
pierre précieuse couleur de myrte.
Étymologie: μύρρα.

Greek Monolingual

μυρρίτης, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος έχει το χρώμα της μύρρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα -ίτης (πρβλ. μυρσιν-ίτης)].