εἰλαπιναστής

From LSJ
Revision as of 19:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλᾰπῐναστής Medium diacritics: εἰλαπιναστής Low diacritics: ειλαπιναστής Capitals: ΕΙΛΑΠΙΝΑΣΤΗΣ
Transliteration A: eilapinastḗs Transliteration B: eilapinastēs Transliteration C: eilapinastis Beta Code: ei)lapinasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A feaster, guest, boon-companion, Il.17.577, Orph.Fr.207. II name of Zeus at Cyprus, Hegesand.30.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλᾰπῐναστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετέχων εἰλαπίνης, σύνδειπνος, «ὁμοτράπεζος, συνευωχητὴς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 577· - ἐπώνυμον τοῦ Διὸς ἐν Κύπρῳ, Ἀθήν. 174Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
convive d’un festin εἰλαπίνη.
Étymologie: εἰλαπίνη.

English (Autenrieth)

banqueter, guest, Il. 17.577†.

Spanish (DGE)

(εἰλᾰπῐναστής) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): dór. -άς Call.Cer.87
participante en un festín, comensal ἐπεί οἱ ἑταῖρος ἔην φίλος εἰ. Il.17.577, cf. Call.l.c., Phld.Piet.815, Ath.362e, epít. de Dioniso, Orph.Fr.207, epít. de Zeus entre los chipriotas, Hegesand.30, cf. SEG 20.307 (Chipre IV/III a.C.).

Greek Monolingual

εἰλαπιναστής, ο (Α)
1. αυτός που μετέχει σε συμπόσιο
2. επίκληση του Διός στην Κύπρο.

Greek Monotonic

εἰλᾰπῐναστής: -οῦ, ὁ, συνδαιτημόνας, προσκεκλημένος, ευχάριστος ομοτράπεζος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εἰλᾰπῐναστής: οῦ ὁ участник пиршества, пирующий, сотрапезник Hom.

Middle Liddell

εἰλᾰπῐναστής, οῦ,
a feaster, quest, boon-companion, Il. [from εἰ˘λᾰπίνη]