καλάϊνος

From LSJ
Revision as of 10:00, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλάϊνος Medium diacritics: καλάϊνος Low diacritics: καλάϊνος Capitals: ΚΑΛΑΪΝΟΣ
Transliteration A: kaláïnos Transliteration B: kalainos Transliteration C: kalainos Beta Code: kala/i+nos

English (LSJ)

or καλλάϊνος, η, ον, A like the κάλαϊς, shifting between blue and green, κ. πτέρυξ, of the cock, AP7.428.2 (Mel.); Χρῶμα καλάϊνον, of jasper, Dsc.5.142; = venetus, Lyd.Mens.4.30, Tab.Defix.Aud.15.5, 16.13 (Syria, iii A.D., written καλλαεινου and καλαεινου) ; καλάϊνος λίθος, = κάλαϊς (precious stone of a greenish blue), Peripl.M.Rubr.39 (καλλεανός cod.); πλινθίς AP6.295.6 (Phan.). II καλάϊνος κέραμος glazed pottery made at Alexandria, EM486.51, Suid.; καλάϊνον ὄστρακον Gal.12.866; τὰ καλάϊνα PSI4.396.9 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1306] oder richtiger καλλάϊνος (vgl. κάλλαια, denn die Farbe scheint nicht nach dem folgenden Edelsteine benannt, sondern umgekehrt), blau und grün schillernd, χρῶμα Diosc., wie die Federn des Hahns, ἀλέκτωρ ἔστα καλλαΐνᾳ πτέρυγι Mel. 123 (VII, 428); das lat. venetus, Lyd. de mens. 3, 26. 4, 25; unverständlicher, aber wohl auch auf die Farbe gehend, πλινθίς Phani. 3 (VI, 295); s. aber Schneider ecl. phys. 2 p. 91.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d’un bleu de turquoise.
Étymologie: κάλαϊς.

Greek Monolingual

και καλλάινος, -η, -ο και καλ(λ)αγένιος, -ια, -ιο (Α καλάινος και καλλάινος, -η, -ον)
νεοελλ.
κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο
αρχ.
1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου, γαλαζοπράσινος («καλλαΐνᾳ πτέρυγι»
(για πετεινό) με γαλαζοπράσινη φτερούγα, Ανθ. Παλ.)
2. καστανοκίτρινος («καλλαΐνῳ, χρώματι προσόμοιος»
(για τον πολύτιμο λίθο ίασπιν) με χρώμα καστανοκίτρινο, σαν του χαλαζία, Διοσκ.)
3. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) «καλλάινον
ἔστι δὲ χρῶμα ἀνθηρόν, ἤ τὸ βένετον χρῶμα οὕτω λεγόμενον»
4. φρ. «καλλάινος κέραμος» — αγγεία στιλβωμένα με βερνίκι, που κατασκεύαζαν στην Αλεξάνδρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το καλ(λ)άινος όσο και το κάλ(λ)αϊς είναι τεχνικοί όροι αβέβαιης ετυμολ. Όπως το καλ(λ)άινος μπορεί να προήλθε από το κάλ(λ)αϊς είναι επίσης πιθ. και το κάλ(λ)αϊς να αποτελεί υποχωρητ. σχηματισμό από το καλ(λ)άινος. Η σύνδεση με τα καλαΐς, κάλλαιον δεν φαίνεται πιθανή. Τέλος, λόγω της ευρείας χρήσεως του καλ(λ)άινου χρώματος στην κεραμεική υποστηρίχθηκε η προέλευση αυτών τών λέξεων από την Αίγυπτο. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «ο κατασκευασμένος από καλάι ή όμοιος με καλάι» προέρχεται από τον τ. καλάϊ + κατάλ. -ινος].

Greek Monotonic

κᾰλάϊνος: ή καλλάϊνος, -η, -ον όπως το κάλαϊς, αυτός του οποίου αλλάζει το χρώμα, λέγεται για τον πετεινό, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλάϊνος en καλλάϊνος -η -ον blauwgroen.

Frisk Etymological English

καλλ-
Grammatical information: adj.
Meaning: blue-green, bluish, of stones, earthenware etc. (PSI 4, 396, 9 [IIIa], Peripl. M. Rubr. 39 [cod. καλλεανός], AP, Dsc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Adj. in -ινος, seemingly from κάλλαις blue-green stone, turquoise (Plin. NH 37, 151), but this could also be a backformation. Bezzenberger in Fick 2, 73 and Prellwitz 205: to κάλλαιον cocks comb, the feathers of a cock and καλαΐς hen (s. vv.).

Frisk Etymology German

καλάϊνος: καλλ-
{kaláïnos}
Meaning: blaugrün, bläulich, von Steinen, Tonwaren, Hahnfedern u. a. (PSI 4, 396, 9 [IIIa], Peripl. M. Rubr. 39 [cod. καλλεανός], AP, Dsk. u. a.).
Etymology: Adj. auf -ινος, anscheinend von κάλλαις blaugrüner Stein, Türkis (Plin. NH 37, 151), das aber ebensowohl Rückbildung sein kann. Beachtenswerter Vorschlag von Bezzenberger bei Fick 2, 73 und Prellwitz 205: zu κάλλαιον ‘Hahnenkamm, -bart, die schillernden Schwanzfedern des Hahns’ und καλαϊς Henne (s. dd.).
Page 1,759