Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σηραγγώδης

From LSJ
Revision as of 10:35, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηραγγώδης Medium diacritics: σηραγγώδης Low diacritics: σηραγγώδης Capitals: ΣΗΡΑΓΓΩΔΗΣ
Transliteration A: sērangṓdēs Transliteration B: sērangōdēs Transliteration C: siraggodis Beta Code: shraggw/dhs

English (LSJ)

ες, A full of holes or full of caverns, Ἴδη Paus.10.12.4, cf. D.C.48.51, Agath.2.15, Lyd.Ost.53. 2 porous, spongy, Hp.VC 1, al.; θηλαί Sor.1.88; νεῦρον Gal.10.968.

German (Pape)

[Seite 876] ες, höhlenartig, voll Höhlen, porös, löcherig, Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

σηραγγώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ὀπῶν καὶ σπηλαίων, Ἴδη Παυσ. 10. 12, 4. 2) πορώδης, σπογγώδης, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, κ. ἀλλ.· πρβλ. Foës Oecon.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 rempli de creux;
2 poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.
Étymologie: σῆραγξ.

Greek Monolingual

-ες, / σηραγγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σῆραγξ, -αγγος]
(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, πορώδης, σπογγώδης (α. «σηραγγώδες σώμα» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.
γ. «σηραγγῶδες νεῦρον», Γαλ.)
νεοελλ.
ανατ. φρ. α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου
β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το σώμα της κλειτορίδας
αρχ.
γεμάτος σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ σηραγγώδης ἐστίν ἡ Ἴδη», Παυσ.).

Russian (Dvoretsky)

σηραγγώδης: покрытая расселинами или пещерами (γῆ Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηραγγώδης -ες [σῆραγξ] poreus. Hp. VC 1.