Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρύγω

From LSJ
Revision as of 10:40, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύγω Medium diacritics: τρύγω Low diacritics: τρύγω Capitals: ΤΡΥΓΩ
Transliteration A: trýgō Transliteration B: trygō Transliteration C: trygo Beta Code: tru/gw

English (LSJ)

A dry, τρύγει· ξηραίνει, Theognost.Can.24; but τρυγεῖ· ξηραίνει, Hsch.; τρύγει· ξηραίνεται, Zonar.:—ἔτρυγεν· ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1155] trocknen, Hesych. Vgl. φρύγω.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγω: ξηραίνω, Θεογνώστου Κανόνες 24. 20, Ἡσύχ. ἔνθα: «τρυγεῖ· ξηραίνει» ΙΙ. ἀμετάβ., γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι, «τρύγει· ξηραίνεται» Ζωναρ. 1752, πρβλ. φρύγω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ξηραίνω
2. (αμτβ.) γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι («ἔτρυγεν
ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρυγώ].