τρύγω
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
A dry, τρύγει· ξηραίνει, Theognost.Can.24; but τρυγεῖ· ξηραίνει, Hsch.; τρύγει· ξηραίνεται, Zonar.:—ἔτρυγεν· ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1155] trocknen, Hesych. Vgl. φρύγω.
Greek (Liddell-Scott)
τρύγω: ξηραίνω, Θεογνώστου Κανόνες 24. 20, Ἡσύχ. ἔνθα: «τρυγεῖ· ξηραίνει» ΙΙ. ἀμετάβ., γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι, «τρύγει· ξηραίνεται» Ζωναρ. 1752, πρβλ. φρύγω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. ξηραίνω
2. (αμτβ.) γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι («ἔτρυγεν
ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρυγώ].