ἐμπεδορκέω
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
A abide by one's oath, Hdt.4.201, X.Lac.15.7; ταῦτα IG22.111.79:—with a play on πέδη, Ar.Fr.772.
German (Pape)
[Seite 811] fest beim Eide bleiben, den Schwur halten, Her. 4, 201; Xen. Lac. 15, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδορκέω: μένω σταθερὸς εἰς τὸν ὅρκον μου, Ἡρόδ. 4. 201, Ξεν. Λάκ. 15, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être obstinément fidèle à son serment.
Étymologie: ἔμπεδος¹, ὅρκος.
Spanish (DGE)
mantener firme el juramento, respetar, atenerse al juramento Hdt.4.201, Ar.Fr.813, X.Lac.15.7, op. ἐπιορκέω ‘jurar en falso’, D.C.Epit.8.15.5
•dud. c. ac. ταῦτα ἐμπεδορκήσω νὴ τὸν Δία IG 22.111.79 (IV a.C.).
Greek Monotonic
ἐμπεδορκέω: μέλ. —ήσω, μένω σταθερός στον όρκο μου, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεδορκέω: быть верным клятве Her., Xen.