παραρτάω

From LSJ
Revision as of 16:20, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραρτάω Medium diacritics: παραρτάω Low diacritics: παραρτάω Capitals: ΠΑΡΑΡΤΑΩ
Transliteration A: parartáō Transliteration B: parartaō Transliteration C: parartao Beta Code: pararta/w

English (LSJ)

A hang alongside, to, or upon, Ael.NA1.2; ξιφίδιον ἐκ τῆς ὀροφῆς Plu.2.844e:—Pass., μάχαιρα παρήρτητο Id.Ant.4; παρηρτῆσθαι μάχαιραν to have it hung by one's side, Ael.NA5.3; ξίφος παρηρτημένοι γυμνοῦ σώματος Hdn.3.14.8; π. πήραν Luc.Peregr.15; τὰ παρηρτημένα parts appended, Artemo 12.

German (Pape)

[Seite 497] daneben, dabei, an der Seite hangen; παραρτήσαντα ὀβελίσκον ἢ ξιφίδιον ἐκ τῆς ὀροφῆς, Plut. X. oratt. Dem. p. 260; Ael. H. A. 1, 2, u. häufiger im med., πήραν παρήρτητο, er hatte an der Seite hangen, Luc-de mort. Peregr. 15; vgl. Plut. Anton. 4; μάχαιραν παρηρτῆσθαι, Ael. H. A. 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

παραρτάω: Ἰων. -έω, ἀναρτῶ πλησίον, ἔκ τινος ἢ ἐπί τινος, Αἰλιαν. π. Ζ. 1. 2· ξιφίδιον ἐκ τῆς ὀροφῆς Πλούτ. 2. 844Ε. - Παθ., μάχαιρα παρήρτηται ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 4· ἀλλά, παρηρτῆσθαι μάχαιραν, ἔχειν αὐτὴν ἀνηρτημένην παρὰ τὸ πλευρόν, Αἰλ. π. Ζ. 5. 3, Ἡρῳδιαν., κλ.· π. πήραν Λουκ. Περεγρ. 15· τὰ παρηρτημένα, μέρη προσηρτημένα, Ἀρτέμων παρ’ Ἀθην. 637C.

French (Bailly abrégé)

suspendre à côté : τι ἔκ τινος une chose à une autre;
Moy. παραρτάομαι (ao. παρηρτησάμην, pf. παρήρτημαι);
I. tr. 1 porter suspendu au côté : τι qch;
2 équiper, disposer, préparer, acc.;
II. intr. se disposer, se préparer.
Étymologie: παρά, ἀρτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αρτάω ophangen.

Russian (Dvoretsky)

παραρτάω: ион. παραρτέω
1) подвешивать, привешивать (ξιφίδιον ἐκ τῆς ὀροφῆς Plut.): μάχαιρα παρήρτητο Plut. (к поясу) был привешен меч; med. надевать на себя (πήραν Luc.);
2) med. приводить в готовность, готовить (στρατιὴν καὶ τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ Her.);
3) med. готовиться (ἐς πόλεμον Her.).