μελιτουργία

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐτουργία Medium diacritics: μελιτουργία Low diacritics: μελιτουργία Capitals: ΜΕΛΙΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: melitourgía Transliteration B: melitourgia Transliteration C: melitourgia Beta Code: melitourgi/a

English (LSJ)

ἡ, μελῐτουργ-ός, όν, dub. ll. for μελιττουργία, -γός.

German (Pape)

[Seite 124] ἡ, μελιτουργικός u. μελιτουργός, v.l. von μελισσουργία u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτουργία: ἡ, μελιτουργός, όν, ἀμφίβολος γραφὴ ἀντὶ μελιττουργία, -γός.

Russian (Dvoretsky)

μελῐτουργία:изготовление меда или пчеловодство Arst., pl. Diod.