τράγαινα
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
[ᾰγ], ἡ, A hermaphrodite, Arist.GA770b35.
German (Pape)
[Seite 1132] ἡ, eine unfruchtbare Zwitterziege, Arist. gen. an. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
τράγαινα: [ᾰ], ἡ, αἲξ ἔχουσα θήλεος καὶ ἄρρενος αἰδοῖον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4. 15.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ερμαφρόδιτη κατσίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -αινα (πρβλ. λέ-αινα, ύ-αινα)].
Russian (Dvoretsky)
τράγαινα: ἡ яловая коза Arst.