κακεντρέχεια
From LSJ
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
English (LSJ)
ἡ, A activity in mischief, Plb.4.87.4.
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ, Arglist, Bosheit gegen Einen, Pol. 4, 87, 4 u. a. Sp.; Suid. erkl. πονηρία.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκεντρέχεια: ἡ, δραστηριότης εἰς τὸ κακόν, δολιότης, πονηρία, Πολύβ. 4. 87, 4, Ὠριγέν. VII. 152Α.
Greek Monolingual
η (AM κακεντρέχεια) κακεντρεχής
κακία και δολιότητα, χαιρεκακία, μοχθηρία.