πραγματοποιΐα
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
ἡ, statecraft, Plb. 36.9.11.
Greek Monolingual
ἡ, Α
πολιτική δεινότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -ποιΐα (< -ποιός), πρβλ. δραματο-ποιΐα].
Russian (Dvoretsky)
πραγμᾰτοποιΐα: ἡ попытка, предприятие Polyb.