βουκόλημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, A beguilement, τῆς λύπης Babr.136.9.
German (Pape)
[Seite 456] τό, Trost, Linderung, Suid.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
adoucissement, soulagement (d'un chagrin).
Étymologie: βουκολέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό alivio τῆς λύπης Sud.β 420.
Greek Monolingual
βουκόλημα, το (Α) βουκολώ
ξεγέλασμα, ανακούφιση.
Greek Monotonic
βουκόλημα: -ατος, τό, εξαπάτηση, ξεγέλασμα· τῆς λύπης, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
βουκόλημα: ατος τό смягчение, утоление (τῆς λύπης Babr.).
Middle Liddell
[from βουκολέω
a beguilement, τῆς λύπης Babr.