μητροήθης

From LSJ
Revision as of 12:03, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source

German (Pape)

[Seite 179] ες, von der Mutter Art, Charakter, Mchael. (I, 122).

Greek (Liddell-Scott)

μητροήθης: -ες, ὁ ἔχων τὸ ἦθος, τὸν τρόπον τῆς ἑαυτοῦ μητρός, Ἀνθ. Π. 1. 124.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a le caractère d'une mère.
Étymologie: μήτηρ, ἦθος.

Greek Monolingual

μητροήθης, -ες (Μ)
αυτός που έχει το ήθος ή τον χαρακτήρα της μητέρας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ήθης (< ήθος), πρβλ. γυναικο-ήθης].

Greek Monotonic

μητροήθης: -ες (ἦθος), αυτός που έχει τον χαρακτήρα, τις συνήθειες της μητέρας του, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μητροήθης: унаследовавший материнский характер Anth.

Middle Liddell

μητρο-ήθης, ες ἦθος
with a mother's mind, Anth.