ποάζω

Revision as of 12:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

A weed, cj. in Philem.116.4. II of ground, produce grass, Str.5.3.8, 12.2.7; of the sea, appear grassy with seaweed, Id.16.4.7.

German (Pape)

[Seite 642] grasen od. krauten, d. i. Unkraut aussuchen, ausraufen, jäten, Theophr. Auch = mit Gras grünen, ποάζον πεδίον, Strab. 12, 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ποάζω: βοτανίζω, ἐκβάλλω, ἐκριζῶ τὰς ἀχρήστους βοτάνας, πρβλ. ποασμός, ποάστρια. ΙΙ. ἐπὶ ἐδάφους, παράγω πόαν, εἶμαι κεκαλυμμένος ἐκ πόας, χλόης, Στράβ. 236. 538, 770.

French (Bailly abrégé)

1 être couvert d'herbe ou de gazon;
2 produire de l’herbe.
Étymologie: πόα.

Greek Monolingual

Α πόα
1. ξεριζώνω τα άχρηστα βότανα, βοτανίζω
2. (για έδαφος) καλύπτομαι με χλόη, με χορτάρι («καὶ τὸ ἔδαφος ποάζον δι' ἔτους», Στράβ.)
3. (για θάλασσα) έχω πρασινωπή επιφάνεια («τὸ πέλαγος ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῦ μνίου καὶ τοῦ φύκους», Στράβ.).

Greek Monotonic

ποάζω: λέγεται για το έδαφος, παράγω γρασίδι, σε Στράβ.

Middle Liddell

ποάζω,
of ground, produce grass, Strab.