ποάστρια
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
ἡ, weeder or grass-cutter, Archipp. 44; Ποάστριαι, title of comedies by Magnes and Phrynichus, cf. IG 22.2363.31 (dub.).
German (Pape)
[Seite 642] ἡ (fem. von ποαστήρ), die Jäterinn, Krautleserinn; Ποάστριαι ein Stück des Phrynichus, Ath. III, 110 c u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ποάστρια: ἡ, (ποάζω) ἡ βοτανίζουσα ἢ τὸν χόρτον κόπτουσα, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· Ποάστριαι, ὄνομα κωμῳδιῶν Μάγνητος καὶ Φρυνίχου.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. αυτή που ξεριζώνει τα άχρηστα χόρτα
2. πληθ. Ποάστριαι
τίτλος κωμωδιών του Μάγνητος και του Φρυνίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποάζω + επίθημα -τρια (πρβλ. μονάστρια)].