προανακρίνω

Revision as of 12:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

[ῑ], A examine beforehand, of measures to be submitted to the vote of the people, opp. κρίνω, Arist.Pol.1298a31; conduct a preliminary investigation of lawsuits, opp. αὐτοτελεῖς κρίνειν, Id.Ath. 3.5. II inquire beforehand of, τινα Phld.Vit.p.29 J.

German (Pape)

[Seite 706] vorher ausfragen, prüfen, Arist. pol. 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

προανακρίνω: [ῑ], ἐξετάζω πρότερον, ἐπὶ τῶν μέτρων ἅτινα πρέπει νὰ ὑποβληθῶσιν εἰς τὴν ψῆφον τοῦ λαοῦ, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 7.

French (Bailly abrégé)

demander ou examiner d'abord.
Étymologie: πρό, ἀνακρίνω.

Greek Monolingual

ΝΑ ἀνακρίνω
υποβάλλω κάποιον σε προανάκριση
αρχ.
1. (για τα μέτρα που πρέπει να υποβληθούν στην ψήφο του λαού) εξετάζω κάτι προηγουμένως
2. κάνω προανάκριση.

Greek Monotonic

προανακρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, εξετάζω από πριν, λέγεται για μέτρα που πρέπει να ανατεθούν στην κρίση του λαού, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ανακρίνω een voorlopig oordeel vellen.

Russian (Dvoretsky)

προᾰνακρίνω: (ῑ) предварительно обсуждать, т. е. разрабатывать проект: περὶ μηδενὸς κρίνειν, ἀλλὰ μόνον π. Arst. не принимать никаких решений, а лишь представлять проекты.

Middle Liddell

fut. -κρῐνῶ
to examine before, of the measures to be submitted to the vote of the people, Arist.