πτύγξ

From LSJ
Revision as of 12:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτύγξ Medium diacritics: πτύγξ Low diacritics: πτύγξ Capitals: ΠΤΥΓΞ
Transliteration A: ptýnx Transliteration B: ptynx Transliteration C: ptygks Beta Code: ptu/gc

English (LSJ)

πτυγγός, , A eagle-owl, = ὕβρις, dub. l. in Arist.HA615b11.

German (Pape)

[Seite 811] υγγός, ἡ, ein Raubvogel, = ὑβρίς, Arist. H. A. 9, 12. S. auch πῶϋγξ.

Greek (Liddell-Scott)

πτύγξ: -υγγός, ὁ, εἶδος γλαυκὸς μεγάλης, «ἡ δ’ ὑβρίς, φασὶ δέ τινες εἶναι τὸν αὐτὸν τοῦτον ὄρνιθα τῷ πτυγγί, οὗτος ἡμέρας μὲν οὐ φαίνεται διὰ τὸ μὴ βλέπειν ὀξύ, τὰς δὲ νύκτας θηρεύει ὥσπερ οἱ ἀετοὶ» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5.

French (Bailly abrégé)

υγγός (ἡ) :
sorte d'oiseau aquatique, appelé aussi ὑβρίς.
Étymologie:.

Greek Monolingual

πτυγγός, ὁ, Α
1. κουκουβάγια
2. μπούφος.

Russian (Dvoretsky)

πτύγξ: πτυγγός ἡ (или ὑβρίς) птинг (род ночной хищной птицы) Arst.