ἀνομοιοειδής

From LSJ
Revision as of 12:46, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομοιοειδής Medium diacritics: ἀνομοιοειδής Low diacritics: ανομοιοειδής Capitals: ΑΝΟΜΟΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: anomoioeidḗs Transliteration B: anomoioeidēs Transliteration C: anomoioeidis Beta Code: a)nomoioeidh/s

English (LSJ)

ές, A of unlike kind, heterogeneous, φιλίαι Arist.EN1163b32, cf. Dam.Pr.440:—hence substantive ἀνομοιο-είδεια, ἡ, A.D.Pron.101.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομοιοειδής: -ές, ὁ διαφόρου εἴδους, ἑτεροειδής, ἐν πάσαις δὲ ταῖς ἀνομοιοδέσι φιλίαις τὸ ἀνάλογον ἰσάζει καὶ σῴζει τὴν φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 1: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ., -είδεια, ἡ, Ἀπολλ. περὶ ἀντωνυμ. 389.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'espèce différente.
Étymologie: , ὁμοιοειδής.

Spanish (DGE)

-ές
1 heterogéneo, diferente φιλίαι Arist.EN 1163b32.
2 geom. compuesto de elementos heterogéneos de líneas curvas, Procl.in Euc.164.2.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνομοιοειδής)
ανόμοιος κατά το είδος, ετεροειδής.

Greek Monotonic

ἀνομοιοειδής: -ές (εἶδος), από διαφορετικό είδος, ετερογενής, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομοιοειδής: принадлежащий к разным видам, неодинаковый Arst.

Middle Liddell

εἶδος
of unlike kind, heterogeneous, Arist.