παρανεύω

From LSJ
Revision as of 13:42, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανεύω Medium diacritics: παρανεύω Low diacritics: παρανεύω Capitals: ΠΑΡΑΝΕΥΩ
Transliteration A: paraneúō Transliteration B: paraneuō Transliteration C: paraneyo Beta Code: paraneu/w

English (LSJ)

incline to one side, Hippiatr.33; παρανενευκότα τοὺς ὀφθαλμούς Anatoliusin Cat.Cod.Astr.8(3).188.

Greek (Liddell-Scott)

παρανεύω: νεύω, κλίνω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
(αμτβ.) γέρνω πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος, εκτελώ παλινδρομική κίνηση, ταλαντεύομαι («παρανεύουσα ατμομηχανή» — μηχανή χωρίς διωστήρα της οποίας ο κύλινδρος κινείται ελεύθερα γύρω από δύο στροφείς οι οποίοι στηρίζονται σε έδρανα)
μσν.-αρχ.
νεύω, κλίνω προς το άλλο μέρος.