πίσυρες
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
v. τέσσαρες. πίσω, fut. of πιπίσκω.
German (Pape)
[Seite 621] οἱ, αἱ, neutr. πίσυρα, τά, äol. u. ep. = τέσσαρες, vier, Il. 15, 680 Od. 5, 70 u. öfter. Die Gramm. führen auch πέσσυρες u. πέσυρες an.
Greek (Liddell-Scott)
πίσῠρες: [ῐ], πίσυρα, Αἰολ. καὶ ἀρχ. Ἐπικ. ἀντὶ τέσσαρες, τέσσαρα, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
éol. et épq. c. τέταρρες.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
(πιθ. επικ. και αιολ. τ.) βλ. τέσσερεις.
Greek Monotonic
πίσῠρες: [ῐ], πίσυρα, Αιολ. αντί τέσσαρες, τέσσαρα.
Russian (Dvoretsky)
πίσῠρες: (ῐ) эп. Hom. = τέτταρες.
Frisk Etymological English
See also: s. τέσσαρες.
Frisk Etymology German
πίσυρες: {písures}
See also: s. τέσσαρες.
Page 2,545