πασίγνωστος
From LSJ
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
English (LSJ)
ον, all-known, famous, Sch.Lyc. 12.
German (Pape)
[Seite 531] allbekannt, Schol. Lycophr. 11, Erkl. von εὐμαθής.
Greek (Liddell-Scott)
πᾱσίγνωστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ τοῖς πᾶσι γνωστός, Σχολ. εἰς Λουκ. 11.
Greek Monolingual
-η, -ο / πασίγνωστος, -ον, ΝΑ
ο γνωστός σε όλους, γνωστότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του επιθ. πᾶς + γνωστός (< γιγνώσκω)].