πελεκινοειδής
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
ές, in the shape of a dovetail, σωλήν Hero Spir.2.36, Bel.75.16, Procl. Hyp.4.88.
German (Pape)
[Seite 550] ές, den folgenden 3) ähnlich, Archimed.
Greek (Liddell-Scott)
πελεκινοειδής: -ές, ὅμοιος πελεκίνῳ, Ἀρχιμ. 135, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 271, 7, κλ.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που μοιάζει με πελεκίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῖνος + -ειδής].