περίτρομος

From LSJ
Revision as of 15:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτρομος Medium diacritics: περίτρομος Low diacritics: περίτρομος Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΜΟΣ
Transliteration A: perítromos Transliteration B: peritromos Transliteration C: peritromos Beta Code: peri/tromos

English (LSJ)

ον, trembling, terrified, Opp.H. 2.309. Adv. -μως, ἔχειν πρός τι Phalar.Ep.109.

German (Pape)

[Seite 597] ringsumher, sehr zitternd, sehr furchtsam, Opp. Hal. 2, 309; adv., περιτρόμως ἔχειν, Phalar. ep. 7.

Greek (Liddell-Scott)

περίτρομος: -ον, ὅλος τρέμων· περίφοβος, περιδεής, Ὀππ. Ἁλ. 2.309· ― Ἐπίρρ., περιτρόμως ἔχειν πρός τι Φαλάρ. Ἐπιστ. 7.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίτρομος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τρέμει ολόκληρος από φόβο, κατατρομαγμένος, περίφοβος, περιδεής.
επίρρ...
περιτρόμως ΜΑ
με πολύ φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τρόμος (πρβλ. έντρομος)].